θυεία

θυεία
θυεία και ιων. τ. θυείη και μτγν
τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) [θύος]
1. γουδί («θυία οστρακίνη» — ιατρικό γουδί)
2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος*
3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή καρπών, με χωριστά εξαρτήματα για τη σύνθλιψη και για την υποδοχή τού λαδιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυεία — θυείᾱ , θυεία mortar fem nom/voc/acc dual (ionic) θυείᾱ , θυεία mortar fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυείᾳ — θυείᾱͅ , θυεία mortar fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυείας — θυείᾱς , θυεία mortar fem acc pl (ionic) θυείᾱς , θυεία mortar fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυείαν — θυείᾱν , θυεία mortar fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυείαις — θυεία mortar fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυείην — θυεία mortar fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυείης — θυεία mortar fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυείῃ — θυεία mortar fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • θυΐς — θυΐς, ἡ (Α) βλ. θυεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”